- κουκούδι
- το (Μ κουκούδι και κουκούδιν)μικρό κοκκιώδες εξάνθημα, κεφάλι σπυριού, κάκαδομσν.1. χαλάζι2. στον πληθ. τὰ κουκούδιαοι κουκκίδες που υπάρχουν για αρίθμηση πάνω στα ζάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. κουκούδι (αντί κουκκούδι) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. -ούδι (πρβλ. αγγελ-ούδι, μαθητ-ούδι), με κώφωση τού -ο-].
Dictionary of Greek. 2013.