κουκούδι

κουκούδι
το (Μ κουκούδι και κουκούδιν)
μικρό κοκκιώδες εξάνθημα, κεφάλι σπυριού, κάκαδο
μσν.
1. χαλάζι
2. στον πληθ. τὰ κουκούδια
οι κουκκίδες που υπάρχουν για αρίθμηση πάνω στα ζάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. κουκούδι (αντί κουκκούδι) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. -ούδι (πρβλ. αγγελ-ούδι, μαθητ-ούδι), με κώφωση τού -ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουκουδιάζω — [κουκούδι] σπυριάζω …   Dictionary of Greek

  • κουκουδωτός — κουκουδωτός, ή, όν (Μ) [κουκούδι] αυτός που έχει κουκκίδες …   Dictionary of Greek

  • κούκουδο — κούκουδο, τὸ (Μ) [κουκούδι] κόκκος, κουκούτσι …   Dictionary of Greek

  • κούκουδος — κούκουδος, ὁ (Μ) 1. μεγάλο εξόγκωμα 2. πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκούδι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κεφάλι: κέφαλος, κομμάτι: κόμματος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”